κεφαλόδεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεφαλόδεμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κεφαλόδεμα < κεφαλό- + δέμα (ταινία)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφαλόδεμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κεφαλόδεσμος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεφαλόδεμα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κεφαλόδεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κεφαλό- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)