κλαούνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλαούνα οι κλαούνες
      γενική της κλαούνας
    αιτιατική την κλαούνα τις κλαούνες
     κλητική κλαούνα κλαούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαούνα < κλάμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλαούνα θηλυκό

  1. κλαψούρα
    Γιατί τόση κλαούνα πια σ' αυτή την πόλη;
    Λατρεύω την γκρίνια, τη μίρλα, την κλαούνα, την κατινιά, την κακομοιριά τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]