κλειστότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλειστότητα οι κλειστότητες
      γενική της κλειστότητας των κλειστοτήτων
    αιτιατική την κλειστότητα τις κλειστότητες
     κλητική κλειστότητα κλειστότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλειστότητα < κλειστός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική secrecy)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλειστότητα θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]