κλειστότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλειστότητα < κλειστός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική secrecy)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλειστότητα θηλυκό
- (λόγιο) (νεολογισμός) η ιδιότητα του κλειστού, του μυστικού, του προστατευμένου
- Ανοικτότητα και κλειστότητα στην Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση (*)