ανοικτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοικτότητα < ανοικτός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική openness)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανοικτότητα θηλυκό
- (λόγιο) (νεολογισμός) η ιδιότητα του ανοικτού, του ελεύθερου, του δωρεάν
- Ανοικτότητα και κλειστότητα στην Ανοικτή και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση (*)