κολλεκτιβισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολλεκτιβισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολλεκτιβισμός αρσενικό
- κοινωνικοοικονομικό σύστημα που θέτει τα μέσα παραγωγής στα χέρια του συνόλου
- (μειωτικό) κατάπνιξη της ατομικότητας προς όφελος της ομάδας