κομαντάντης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομαντάντης < ιταλική comandante[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.manˈdan.dis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μα‐ντά‐ντης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομαντάντης αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκό) ο διοικητής
- ※ Ήρθε ο κομαντάντης της πιάτζας στελμένος από τον φρούραρχον να γένω χαζίρι σε δυο ώρες να φύγωμεν.
- ※ Ἐμβῆκαν σὲ τρεῖς φελοῦκες οἱ τρεῖς κομαντάντηδες καὶ ἐβγῆκαν εἰς τῆς Καλαμάτας τὸ ποτάμι, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὸ Ἁρμυρὸ ὥρα μιάμιση, καὶ ἔκραξαν τὸν Κεχαγιὰ καὶ τοῦ εἶπαν νὰ παύσει τὴν φωτιὰ καὶ τὸ τσεκούρι.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομαντάντης
→ δείτε τη λέξη διοικητής |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Domenica Minitti-Γκώνια, Λαϊκός-προφορικός λόγος και ιταλικός δανεισμός στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη: Ένα γλωσσάριο, Παρουσία, τόμ. 17/18, τχ. 1 (2004-2005), σελ. 117
Πηγές
[επεξεργασία]- κομαντάντης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)