κονικλοτρόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονικλοτρόφος < κόνικλ(ος) + -ο- + -τρόφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονικλοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κονικλοτροφείο
- κονικλοτροφία
- → δείτε τις λέξεις κόνικλος, κουνέλι και τρέφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονικλοτρόφος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρόφος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)