κοπάτσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοπάτσι | τα | κοπάτσια |
γενική | του | κοπατσιού | των | κοπατσιών |
αιτιατική | το | κοπάτσι | τα | κοπάτσια |
κλητική | κοπάτσι | κοπάτσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπάτσι < αρωμουνική copatši, πληθυντικός τού copatšu (λόχμη, θάμνος) < αλβανική kopaç (κορμός δέντρου) < σλαβικής προέλευσης копач (kòpāč) (σκαφτιάς) < πρωτοσλαβική *kopati (σκάβω, βαθουλώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kop- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπάτσι ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπάτσι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)