κοπάτσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κοπάτσι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοπάτσι τα κοπάτσια
      γενική του κοπατσιού των κοπατσιών
    αιτιατική το κοπάτσι τα κοπάτσια
     κλητική κοπάτσι κοπάτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπάτσι < αρωμουνική copatši, πληθυντικός τού copatšu (λόχμη, θάμνος) < αλβανική kopaç (κορμός δέντρου) < σλαβικής προέλευσης копач (kòpāč) (σκαφτιάς) < πρωτοσλαβική *kopati (σκάβω, βαθουλώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kop- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπάτσι ουδέτερο

(ιδιωματικό)
  1. λόχμη, θάμνος, θαμνώδης δρυς
  2. κορμός δέντρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]