κορνάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κορνάρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορνάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του κορνάρω
- η χρησιμοποίηση της κόρνας οχήματος
- (κατ’ επέκταση) ο ήχος που ακούγεται
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κορνάρισμα
|