κορονοομόλογο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορονοομόλογο τα κορονοομόλογα
      γενική του κορονοομόλογου
κορονοομολόγου
των κορονοομόλογων
κορονοομολόγων
    αιτιατική το κορονοομόλογο τα κορονοομόλογα
     κλητική κορονοομόλογο κορονοομόλογα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κορονοομόλογο < κορονοϊός + -ο- + ομόλογο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coronabond) / corona bond

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κορονοομόλογο ουδέτερο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]