κορωνοϊός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κορωνοϊός < κορώνα + -ο- + ιός / (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coronavirus. Δείτε και κορονοϊός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κορωνοϊός αρσενικό
- (βιολογία, επιδημιολογία, κορονοϊός) άλλη μορφή του κορονοϊός
- ※ Κορωνοϊός: Σε ύψιστη επιφυλακή οι υγειονομικές αρχές στην Ευρώπη (*, Καθημερινή, 08.02.2020)
- ※ Αβεβαιότητα και φόβος είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που πλαισιώνουν την πανδημία του κορωνοϊού και τις επιπτώσεις του στην οικονομία, προκαλώντας παγκόσμιο «ψυχοπλάκωμα». (Άγγελος Στάγκος, Αβεβαιότητα και φόβος, Η Καθημερινή, 29 Μαρτίου 2020)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Επιδημιολογία (νέα ελληνικά)
- Κορονοϊός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)