κοσμοσείστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμοσείστης < κοσμο- + (σείω) σεισ- + -της, μετάφραση αρχαίας προσωνυμίας του θεού Ποσειδώνα, όπως στον Όμηρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοσείστης αρσενικό
- που σείει γη και θάλασσα: προσωνυμία του Ποσειδώνα, που ήταν άρχοντας της γης και της θάλασσας (αργότερα, μόνον της θάλασσας)
- ※ Ποσειδάων ἐνοσίχθων - ο κοσμοσείστης Ποσειδών (Όμηρος, Ὀδύσσεια, 13.159. Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- νεφελοσυνάκτης, νεφελοσυνάχτης (προσωνύμιο του Δία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοσμοσείστης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κοσμο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Όμηρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)