κουκουλοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουκουλοφόρος < κουκούλ(α) + -ο- + -φόρος (φέρω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουκουλοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που φοράει κουκούλα ή/και μάσκα, υποθετικά ώστε να μην διακρίνονται εύκολα τα χαρακτηριστικά του προσώπου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουκουλοφόρος
|