κουλουροπώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουλουροπώλης οι κουλουροπώλες
      γενική του κουλουροπώλη των κουλουροπωλών
    αιτιατική τον κουλουροπώλη τους κουλουροπώλες
     κλητική κουλουροπώλη κουλουροπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουλουροπώλης < κουλούρ(ι) + -ο- + -πώλης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.lu.ɾoˈpo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐λου‐ρο‐πώ‐λης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουλουροπώλης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • κουλουροπώλης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)