κουμμερκιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουμμερκιάρης < μεσαιωνική ελληνική κομμερκιάριος < λατινική commerciarius
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουμμερκιάρης αρσενικό
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) τελώνης
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) που εισπράττει το κομμέρκιον (τελωνειακό δασμό)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουμμερκιάρης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)