κουνουποκτονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουνουποκτονία θηλυκό
- (νεολογισμός) η καταπολέμηση των κουνουπιών, εξαιτίας των ασθενειών που προκαλούν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουνουποκτονία
|