κουρουντίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρουντίλα οι κουρουντίλες
      γενική της κουρουντίλας
    αιτιατική την κουρουντίλα τις κουρουντίλες
     κλητική κουρουντίλα κουρουντίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρουντίλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική kurunt(u) + -ίλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.ruˈdi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρου‐ντί‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουρουντίλα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 158.