κουρτζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κουρτζής, Γκορτζής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρτζής οι κουρτζήδες
      γενική του κουρτζή των κουρτζήδων
    αιτιατική τον κουρτζή τους κουρτζήδες
     κλητική κουρτζή κουρτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική korucu (αγροφύλακας, δασοφύλακας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουρτζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα, ιδιωματικό, παρωχημένο) (ιδιωτικός) τελωνοφύλακας
  2. (κυπριακά) φύλακας της δεκάτης[1]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της Κυπριακής διαλέκτου, 1988, σελ. 33
  2. Αρχείον του Θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τόμος 25-26, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, 1960, σελ. 134