κουτσαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτσαίνω < κουτσός + -αίνω < μεσαιωνική ελληνική κουτσός < υστερολατινική coxus (χωλός, κουτσός) < λατινική coxa (ισχίο, γοφός, μηρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *koḱs-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kuˈt͡se.no/
Ρήμα[επεξεργασία]
κουτσαίνω, πρτ.: κούτσαινα, στ.μέλλ.: θα κουτσάνω, αόρ.: κούτσανα, παθ.φωνή: κουτσαίνομαι
- (μεταβατικό) καθιστώ κάποιον κουτσό
- (αμετάβατο) βαδίζω ρίχνοντας το βάρος περισσότερο στο ένα πόδι, επειδή πχ το άλλο πόδι είναι χτυπημένο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κούτσαμα
- κουτσαμάρα
- → δείτε τη λέξη κουτσός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουτσαίνω | κούτσαινα | θα κουτσαίνω | να κουτσαίνω | κουτσαίνοντας | |
β' ενικ. | κουτσαίνεις | κούτσαινες | θα κουτσαίνεις | να κουτσαίνεις | κούτσαινε | |
γ' ενικ. | κουτσαίνει | κούτσαινε | θα κουτσαίνει | να κουτσαίνει | ||
α' πληθ. | κουτσαίνουμε | κουτσαίναμε | θα κουτσαίνουμε | να κουτσαίνουμε | ||
β' πληθ. | κουτσαίνετε | κουτσαίνατε | θα κουτσαίνετε | να κουτσαίνετε | κουτσαίνετε | |
γ' πληθ. | κουτσαίνουν(ε) | κούτσαιναν κουτσαίναν(ε) |
θα κουτσαίνουν(ε) | να κουτσαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κούτσανα | θα κουτσάνω | να κουτσάνω | κουτσάνει | ||
β' ενικ. | κούτσανες | θα κουτσάνεις | να κουτσάνεις | κούτσανε | ||
γ' ενικ. | κούτσανε | θα κουτσάνει | να κουτσάνει | |||
α' πληθ. | κουτσάναμε | θα κουτσάνουμε | να κουτσάνουμε | |||
β' πληθ. | κουτσάνατε | θα κουτσάνετε | να κουτσάνετε | κουτσάνετε | ||
γ' πληθ. | κούτσαναν κουτσάναν(ε) |
θα κουτσάνουν(ε) | να κουτσάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουτσάνει | είχα κουτσάνει | θα έχω κουτσάνει | να έχω κουτσάνει | ||
β' ενικ. | έχεις κουτσάνει | είχες κουτσάνει | θα έχεις κουτσάνει | να έχεις κουτσάνει | ||
γ' ενικ. | έχει κουτσάνει | είχε κουτσάνει | θα έχει κουτσάνει | να έχει κουτσάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουτσάνει | είχαμε κουτσάνει | θα έχουμε κουτσάνει | να έχουμε κουτσάνει | ||
β' πληθ. | έχετε κουτσάνει | είχατε κουτσάνει | θα έχετε κουτσάνει | να έχετε κουτσάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουτσάνει | είχαν κουτσάνει | θα έχουν κουτσάνει | να έχουν κουτσάνει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)