κοφίνιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοφίνιασμα ουδέτερο
- η διεργασία και το αποτέλεσμα του κοφινιάζω
- (γενικότερα) η διευθέτηση κοφινιών σε αποθήκες ή μέσα μεταφοράς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοφίνιασμα
|