κραμβέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κραμβέλαιο | τα | κραμβέλαια |
γενική | του | κραμβέλαιου & κραμβελαίου |
των | κραμβέλαιων & κραμβελαίων |
αιτιατική | το | κραμβέλαιο | τα | κραμβέλαια |
κλητική | κραμβέλαιο | κραμβέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾaɱˈve.le.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κραμ‐βέ‐λαι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κραμβέλαιο ουδέτερο
- λάδι που προέρχεται από ελαιοκράμβη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κραμβέλαιο
|