κροκοσυλλέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κροκοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό: κροκοσυλλέκτρια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κροκοσυλλέκτρια
- → δείτε τις λέξεις κρόκος, συλλέγω και λέγω