κρυψίνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυψίνοια < κρυψίνους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυψίνοια θηλυκό
- η απόκρυψη, η μή έκφραση της σκέψης κάποιου
- (κατ’ επέκταση) η ανειλικρίνεια, η προσποίηση, η υποκρισία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυψίνοια
|