κρόμμυον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κρομμῠο-
ονομαστική τὸ κρόμμυον τὰ κρόμμυ
      γενική τοῦ κρομμύου τῶν κρομμύων
      δοτική τῷ κρομμύ τοῖς κρομμύοις
    αιτιατική τὸ κρόμμυον τὰ κρόμμυ
     κλητική ! κρόμμυον κρόμμυ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρομμύω
γεν-δοτ τοῖν  κρομμύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρόμμυον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρόμμυον, -ου ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]