Μετάβαση στο περιεχόμενο

κτηνωδία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτηνωδία οι κτηνωδίες
      γενική της κτηνωδίας των κτηνωδιών
    αιτιατική την κτηνωδία τις κτηνωδίες
     κλητική κτηνωδία κτηνωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κτηνωδία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κτηνωδία (ζωομορφία) < κτηνώδης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kti.noˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτηνωδία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κτηνωδία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα