κωλοφίλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωλοφίλημα ουδέτερο
- (μεταφορικά) το γλείψιμο, η κολακεία προς ανώτερο που αποσκοπεί στο να αποσπάσει την εύνοιά του[1]