κόνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόνισμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του εικόνισμα
- ※ Σέ μιάν κόχη του τοίχου ένα παλιό κόνισμα, μαυρισμένο άπό τους καπνούς, φορτωμένο άσημένια ταξίματα μπροστά του άναβε άκοίμητο ένα άσημένιο καντήλι (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόνισμα < κόνις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόνισμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές[επεξεργασία]
- κόνισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.