λιανώματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʎaˈno.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λια‐νώ‐μα‐τα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

λιανώματα ουδέτερο (δημοτική)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]