λιγνιτόπλινθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λιγνιτόπλινθος | οι | λιγνιτόπλινθοι |
γενική | του | λιγνιτόπλινθου & λιγνιτοπλίνθου |
των | λιγνιτόπλινθων & λιγνιτοπλίνθων |
αιτιατική | τον | λιγνιτόπλινθο | τους | λιγνιτόπλινθους & λιγνιτοπλίνθους |
κλητική | λιγνιτόπλινθε | λιγνιτόπλινθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιγνιτόπλινθος αρσενικό
- πλίνθος φτιαγμένος από λιγνίτη
- ※ Το βιομηχανικό συγκρότημα παραγωγής λιγνιτοπλίνθων και ηλεκτρικής ενέργειας της ΛΙΠΤΟΛ (Περιοδικό Ορυκτός Πλούτος, 104 (1997))
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιγνιτόπλινθος
|