μπρικέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπρικέτα | οι | μπρικέτες |
γενική | της | μπρικέτας | των | (μπρικετών) |
αιτιατική | την | μπρικέτα | τις | μπρικέτες |
κλητική | μπρικέτα | μπρικέτες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπρικέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική briquette < brique (τούβλο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπρικέτα θηλυκό
- πλίνθος φτιαγμένος από κάποιο υλικό σε λεπτό διαμερισμό, το οποίο μορφοποιείται με κάποιο τρόπο, συνήθως με συμπίεση ή/και προσθήκη συνδέτη
- ↪ μπρικέτα άνθρακα / λιγνίτη / ξύλου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- λιγνιτόπλινθος (μπρικέτα από λιγνίτη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μπρικέτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)