λινού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λινού | οι | λινούδες |
γενική | της | λινούς | των | λινούδων |
αιτιατική | τη | λινού | τις | λινούδες |
κλητική | λινού | λινούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λινού < αρχαία ελληνική ληνός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λινού θηλυκό
- (ιδιωματικό, λαογραφία) μικρή παραδοσιακή χτιστή στέρνα όπου πραγματοποιείται το πάτημα των σταφυλιών
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- οι λινούδες κατασκευάζονται είτε στις αυλές των σπιτιών, υπαίθρια, είτε μέσα σε στάνες ή μιτάτους
- η σωστή γραφή είναι με η (Βάκχος ο Ληναίος), ωστόσο επικράτησε με ι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λινού
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
λινού αρσενικό ή ουδέτερο