στέρνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στέρνα | οι | στέρνες |
γενική | της | στέρνας | των | στερνών |
αιτιατική | τη | στέρνα | τις | στέρνες |
κλητική | στέρνα | στέρνες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στέρνα < μεσαιωνική ελληνική στέρνα < κιστέρνα < λατινική cisterna < cista < αρχαία ελληνική κίστη (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στέρνα θηλυκό