λιτρουβειό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιτρουβειό < ελαιοτριβείο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.tɾuˈvʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐τρου‐βειό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιτρουβειό ουδέτερο
- άλλη γραφή του λιτρουβιό, το ελαιοτριβείο
- ※ Κόβει τέλος καὶ ἕνα δεμάτι ξύλα, τὰ φορτώνεται ὅλα στὸ κεφάλι, καὶ γυρίζει στὸ χωριό, σέρνοντας — ὄχι σπάνια ὄχι σπάνια – καὶ τὰ μαρτίνια της , μιὰ - δυὸ οἰκόσιτες γίδες . Έπειτα ἀπὸ κάμποσες μέρες, θὰ πᾶνε στὸ λιτρουβειό οἱ πρῶτες... (Λαογραφία, τόμος 33, Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, 1985, σελ. 430)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιτρουβειό
→ δείτε τη λέξη ελαιοτριβείο |