λογοπαίκτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογοπαίκτρια < λογοπαίκτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογοπαίκτρια θηλυκό
- θηλυκό του λογοπαίκτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις λογοπαίγνιο, λόγος και παίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογοπαίκτρια
|