λοιμωξιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λοιμωξιολογία (νεολογισμός) < λοιμωξιολόγ(ος) + -ία (-λογία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λοιμωξιολογία θηλυκό
- (ιατρική) η ειδικότητα ή η εξειδίκευση του λοιμωξιολόγου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λοιμωξιολογία