μάραθον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μαραθών
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μάραθον τὰ μάραθ
      γενική τοῦ μαράθου τῶν μαράθων
      δοτική τῷ μαράθ τοῖς μαράθοις
    αιτιατική τὸ μάραθον τὰ μάραθ
     κλητική ! μάραθον μάραθ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαράθω
γεν-δοτ τοῖν  μαράθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάραθον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάραθον ουδέτερο