μέθυ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός |
---|---|
Ονομαστική | μέθυ |
Γενική | μέθυος |
Δοτική | μέθυϊ |
Αιτιατική | μέθυ |
Κλητική | μέθυ |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέθυ < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *médʰu (μέλι). Συγγενές με τα σανσκριτικά मधु (mádhu, μέλι), λιθουανικά medùs, αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα мєдъ (medŭ, μέλι), αγγλοσαξονικά medu (αγγλικά mead)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέθυ ουδέτερο