μαγκεμίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγκεμίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική maghemite < magnetite + hematite < ελληνιστική κοινή αἱματίτης + μαγνῆτις / μαγνήτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγκεμίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό (Fe₂O₃, γ-Fe₂O₃) με μαγνητικές ιδιότητες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Maghemite στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)