μακαρῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μακαρῖτις | αἱ | μακαρίτιδες | ||||
γενική | τῆς | μακαρίτιδος | τῶν | μακαριτίδων | ||||
δοτική | τῇ | μακαρίτιδι | ταῖς | μακαρίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μακαρῖτιν | τὰς | μακαρίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μακαρῖτι | μακαρίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακαρῖτις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μακαρίτ(ης), αρσενικό + κατάληξη θηλυκού -ις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακαρῖτις, -ιδος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) θηλυκό του μακαρίτης, η μακαρίτισσα
Πηγές[επεξεργασία]
- μακαρῖτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ις (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)