μακαρῖτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μακαρῖτις αἱ μακαρίτιδες
      γενική τῆς μακαρίτιδος τῶν μακαριτίδων
      δοτική τῇ μακαρίτιδι ταῖς μακαρίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν μακαρῖτιν τὰς μακαρίτιδᾰς
     κλητική ! μακαρῖτι μακαρίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακαρῖτις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μακαρίτ(ης), αρσενικό + κατάληξη θηλυκού -ις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακαρῖτις, -ιδος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]