μακετίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακετίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική macchiettista
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακετίστας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακετίστας
|