μαλάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλάζω < μαλάσσω στην καθαρεύουσα και στη μεσαιωνική <αρχαία ελληνική μαλάσσω και στην αττική (μαλάκττω)μαλάττω

Ρήμα[επεξεργασία]

μαλάζω

  1. τρίβω απαλά ένα ένα μέλος που πονάει, του κάνω μασάζ, σαν να ζυμώνω απαλά χωρίς να σφίγγω τα δαχτυλα
  2. μαλακώνω
    ※  Ύστερα πάσχισε με το γλυκό να μαλάξει το θυμό του Μιχάλαρου. (Κωστής Μπαστιάς Καβο-Μαλιάς [διήγημα])
  3. (παρωχημένο) πασπατεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]