μαντιναδολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαντιναδολόγος μαντινάδα + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντιναδολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- εκείνος που φτιάχνει και λέει μαντινάδες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαντιναδολόγος
|