μαρκασίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρκασίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρκασίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία, χημεία) θειούχο ορυκτό του σιδήρου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαρκασίτης