μασκαράτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μασκαράτα | οι | μασκαράτες |
γενική | της | μασκαράτας | — | |
αιτιατική | τη | μασκαράτα | τις | μασκαράτες |
κλητική | μασκαράτα | μασκαράτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μασκαράτα < μάλλον από την ιταλική mascarata
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μασκαράτα θηλυκό