μαστογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαστογράφος αρσενικό
- (ιατρική) μηχάνημα με το οποίο γίνεται μαστογραφία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαστογράφος
|