μαυραγορίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαυραγορίτης < (μαύρη αγορά) μαυρ- + αγορ(ά) + -ίτης,
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαυραγορίτης αρσενικό (θηλυκό μαυραγορίτισσα)
- αυτός που εμπορεύεται και πουλάει προϊόντα στη μαύρη αγορά
- οι μαυραγορίτες της Κατοχής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυραγορίτης