black
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | black |
συγκριτικός | blacker / more black |
υπερθετικός | blackest / most black |
black (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
black | blacks |
black (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | black |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blacks |
αόριστος | blacked |
παθητική μετοχή | blacked |
ενεργητική μετοχή | blacking |
black (en)