μαυροζούμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυροζούμι τα μαυροζούμια
      γενική του μαυροζουμιού των μαυροζουμιών
    αιτιατική το μαυροζούμι τα μαυροζούμια
     κλητική μαυροζούμι μαυροζούμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυροζούμι < μαυρο- + -ζούμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαυροζούμι ουδέτερο

  1. μαύρο ζουμί ή άλλο υγρό
  2. (ειδικότερα) (μειωτικό) χαρακτηρισμός άνοστης σούπας ή καφέ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]