μαυροτσιρώνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαυροτσιρώνι | τα | μαυροτσιρώνια |
γενική | του | μαυροτσιρωνιού | των | μαυροτσιρωνιών |
αιτιατική | το | μαυροτσιρώνι | τα | μαυροτσιρώνια |
κλητική | μαυροτσιρώνι | μαυροτσιρώνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαυροτσιρώνι ουδέτερο
λιανόψαρο ενδημικό των ποταμών (επιστημονική ονομασία (Pachychilon macedonicum) ή rutilus macedonicus που αλιεύεται κυρίως στο Δέλτα του Αξιού και στις εκβολές του Πηνειού στην Κατερίνη.