μεγασάκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγασάκος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supersack ή mega sack (μεγάλος σάκος) ή bulk sack (σάκος μεγάλων όγκων). Αναλύεται σε μεγα- + σάκος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈsa.kos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγασάκος αρσενικό
- μεγάλος πλαστικός σάκος από ανθεκτικό υλικό για ογκώδη αντικείμενα και πολύ μεγάλα βάρη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεγα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)